Homecoming Queen

Περπατάω στα ίδια πεζοδρόμια, πάνω από κόκκινα και πορτοκαλί φύλλα, ακολουθώ τα ίχνη του τότε εαυτού μου, εκείνου που παραπάτησε για πρώτη φορά εδώ, διστακτικά και μπερδεμένα, μεθυσμένα βήματα κάποιου που είχε ζαλιστεί από τις καινούργιες εικόνες, την αγωνία της αλλαγής και αυτό το σφίξιμο στο στομάχι για όλα όσα άφησε πίσω.

Δέκα χρόνια, φίλη. Τόσα πέρασαν από εκείνο το αποχαιρετιστήριο πάρτι στη Μιχαλακοπούλου. Την στιγμή που έστριψα στον διάδρομο και σας είδα όλους μαζεμένους, μπαλόνια, λουλούδια και αγκαλιές, ήξερα ότι αποχαιρετούσα κάτι περισσότερο από ένα γραφείο και μια πόλη.

Δέκα χρόνια κι αυτού του blog. Διαδικτυακές φλυαρίες, self-indulging αναρτήσεις μιας περιπέτειας με σκίουρους και βαλίτσες. Χιόνια, κόκκινα φύλλα και μαθήματα ζωής. Άνθρωποι, μέρη και οι μύτες των παπουτσιών μου που ακολούθησα προσεκτικά σε τρεις διαφορετικές ηπείρους, μόνο και μόνο για να με φέρουν πάλι εδώ. Εδώ, στην πόλη με το martini bar και το παγωτατζίδικο που ξέρουν την σωστή προφορά του ονόματός μου. Το βιβλιοπωλείο και το δισκάδικο που μυρίζουν όπως εκείνα στην Αθήνα. Οι φίλοι, αχ, οι φίλοι, όσοι ήρθαν, όσοι έφυγαν, όσοι μας περιμένουν σε διάφορες συντενταγμένες του πλανήτη.

Από το Ann Arbor, στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Υόρκη και το Princeton, και τώρα πίσω, σπίτι μας, είπαμε με τον Στρόβιλο, σπίτι μας.

Δέκα χρόνια, δύο παιδιά και αμέτρητες τυπωμένες λέξεις αργότερα, είμαστε εδώ.

Σ’ ευχαριστώ για την παρέα.

Σ’ αφήνω με τη φωνή του ντόπιου Annarborite που κάτι ξέρει παραπάνω:

2 Comments

Filed under American woman?, Ann Arbor story, Homesickness and other maladies, On leaving., Traveling around the world

Neighborhood Blues

Αγαπημένη γειτόνισσα,

σε άκουσα. Σε άκουσα να τραγουδάς αυτό το ελληνικό τραγούδι με όλη την δύναμη της φωνής σου. Και σε άκουσα να λυγίζεις σ’ αυτό το σημείο που πάντα ράγιζε και η δική μου φωνή και έμεινα εκεί, έξω από το σπίτι σου, αυτό το φθινοπωρινό πρωινό, ακίνητη στην αμηχανία μου, μέχρι να σε ακούσω να ξανατραγουδάς.

Γιατί το ξέρω αυτό το τραγούδι και ξέρω αυτό το λύγισμα και ξέρω πόσο δύσκολα είναι μερικά φθινοπωρινά πρωινά στην καινούργια πόλη, ξέρω την ησυχία του σπιτιού που είναι ξένη, διαφορετική από την ησυχία που είχες συνηθίσει, και ξέρω την στιγμή που αποφασίζεις να την σπάσεις βάζοντας μουσική, αλλά, αν με είχες ρωτήσει θα μπορούσα να σε προειδοποιήσω: αυτό το άτιμο το shuffle πάντα μας προδίδει. Θα φτάσει εκεί αργά ή γρήγορα και όταν ξεκινάει αυτό το τραγούδι, χαίρεσαι, δεν θυμάσαι καν πότε το κατέβασες, αλλά τους θυμάσαι όλους τους στίχους, μπορεί να το άκουγες και στις κασέτες των γονιών σου στο αυτοκίνητο, σ’ αυτά τα μακρινά ταξίδια που ήταν ακόμα νέοι και γελούσαν δυνατά με αστεία που δεν καταλάβναινες και ανοίγεις το στόμα σου και βγαίνουν οι συλλαβές πολύ δυνατά, αλλά είναι ένα σημείο, αυτό, το ξέρω, που δεν γίνεται να συνεχίσεις άλλο, και μετά όλα σταματούν.

Σε άκουσα καθώς περπατούσα αργά χαζεύοντας, γιατί είναι ωραία αυτά τα φθινοπωρινά πρωινά στην καινούργια σου πόλη, θα το δεις, θα αλλάξεις όπως τα φύλλα που φωτογραφίζουμε αυτές τις μέρες με μανία και απογοήτευση γιατί ποτέ δεν μπορούμε ν’ αποδώσουμε την μαγεία των χρωμάτων τους με φόντο τον μεγάλο, αμερικάνικο ουρανό.

Σε άκουσα και περίμενα έξω από το σπίτι σου μέχρι να νιώσεις καλύτερα. Γιατί δεν είσαι μόνη. Είμαστε όλοι εδώ με τις ραγισμένες μας φωνές και τις κοινές αναμνήσεις να σου πούμε ότι θα αλλάξεις, όπως θα αλλάζει η θέα έξω από το παράθυρο σου. Κι εγώ θα είμαι πάντα εκεί να περιμένω να αρχίσεις πάλι το τραγούδι, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Σε άκουσα και, να ξέρεις, ο κόμπος διαλύεται σιγά σιγά.

4 Comments

Filed under Ann Arbor story, Homesickness and other maladies, On leaving.

έλληνες ελλήνων

  • Γιατί δεν ήθελες να έρθεις στο τηλέφωνο; ρωτάω τον Ορφέα τη μέρα που αρνήθηκε να πιάσει το κινητό της μαμάς του φίλου του στο playdate για να μου μιλήσει.
  • Γιατί ντρεπόμουν να μιλήσω Ελληνικά μπροστά τους.

Ξέρεις αυτές τις πολυσέλιδες λογοτεχνικές περιγραφές για τις λέξεις που σε διαπερνούν σαν ηλεκτρικό ρεύμα, για τα δευτερόλεπτα που ακούς ξανά και ξανά την τελευταία φράση με μια εκκωφαντική ηχώ στο κεφάλι σου; Ε, αυτό.

Ο Ορφέας ζει την καθημερινότητά του σαν αμερικάνος (που είναι), αλλά δίγλωσσος. Δεν είναι βαφτισμένος ορθόδοξος, δεν έχει ντυθεί ποτέ στη ζωή του τσολιάς, δεν ξέρει να ζωγραφίσει την ελληνική σημαία. Αλλά έχει δύο διαβατήρια και δύο γλώσσες. Δύο κουλτούρες. Και μόλις απέρριψε τη μία. Τη δική μου. Και δεν έχω νιώσει ποτέ την καρδιά μου να ραγίζει έτσι για κάτι που δεν ήξερα ότι ήταν τόσο σημαντικό για μένα.

Αλήθεια, γιατί με πείραξε τόσο πολύ;

Γιατί η γλώσσα είναι όλα όσα μου λείπουν από την Ελλάδα. Είναι οι στίχοι και οι ιστορίες, είναι τα ονόματα των φίλων και τα αστεία που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε. Είναι οι αναμνήσεις που κουβαλάω μαζί μου κάθε φορά που διασχίζω τα σύνορα και αυτές που με τραβούν πάλι πίσω. Είναι οι ήχοι των λέξεων που περιγράφουν όσα νιώθω καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Είναι τα τραγούδια με τα οποία τον κοίμιζα όταν ήταν μικρός και όλες αυτές οι φορές που του έχω πει πόσο τον αγαπώ. Η γλώσσα που τη φοράς σαν το οικείο, άνετο ρούχο, ξαπλώνεις και είσαι και πάλι ο εαυτός σου.

Αλλά για εκείνον είναι κάτι άλλο.

Είναι το διαφορετικό, αυτό που τον κάνει να αισθάνεται άβολα. Εκείνο που απορρίπτει έξω από το σπίτι μας.

“Γιατί ντρέπομαι να μιλήσω Ελληνικά” είπε κι εγώ φοβάμαι την μέρα που θα πει “γιατί ντρέπομαι που είσαι Ελληνίδα”. Ίσως εκεί στην εφηβεία, όταν όλα θα τον πειράζουν πάνω μου, ίσως τότε επιτεθεί στην προφορά μου. Ή στο γεγονός ότι το δικό του lunchbox είναι λίγο διαφορετικό από των άλλων. Ή ότι είμαι η ξένη που θα επιμείνει να τον τραβάει μακριά από τους κολλητούς του κάθε καλοκαίρι για να δει τους δικούς της.

“Θα του περάσει” είπε η ελληνοαμερικανίδα Κρίστη, όταν τη ρώτησα για τη δική της εμπειρία να μεγαλώνει με τις δύο ταυτότητες.

Θα του περάσει, επανέλαβα από μέσα μου όταν δεν ήθελε να κάνουμε παρουσίαση της Ελλάδας στο International Night του σχολείου του.

Και του πέρασε, ίσως πιο γρήγορα απ’ όσο φανταζόμουν, όταν είδε την παρουσίαση που είχαν ετοιμάσει οι καλύτεροί του φίλοι Γοάβ και Ίταμαρ για το Ισραήλ. Και η φίλη του  η Παλόμα για το Βέλγιο. Και όταν έτρεξε γύρω γύρω με τους άλλους συμμαθητές που ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές στολές του Ουζμπεκιστάν, όταν χόρεψαν ρέγκε μπροστά από το τραπέζι της Τζαμάικα, έπαιξαν με κινέζικα γιογιό και ήπιαν σφηνάκια σούπας μίσο και τελικά όταν ανακάλυψαν το τραπέζι της Αυστρίας με τα πολυόροφα κέικ σοκολάτας.

Το πρόβλημα δεν είναι τα παιδιά των μεταναστών που προσπαθούν να ενσωματωθούν και ντρέπονται μερικές φορές για την διαφορετικότητά τους. Είναι ότι δεν την γιορτάζουμε αρκετά συχνά έτσι ώστε να μην την αισθάνονται σαν ξένο στοιχείο, αλλά κομμάτι του εαυτού τους, κάτι που αξίζει ολόκληρο τραπέζι και χειροκροτήματα.

Ο Ορφέας μού ζήτησε να έχουμε κι εμείς τραπέζι αφιερωμένο στην Ελλάδα του χρόνου.

(Και ορκίζομαι από τώρα ότι δεν θα παίζει συρτάκι, αλλά κάτι τέτοιο: )

1 Comment

Filed under Greek Mom Problems, Homesickness and other maladies

κι αλλάξαμε ζωή

Από τις πρώτες κιόλας νότες ήξερα ότι την έχω πατήσει. Ήταν αυτό το τραγούδι που με λύγισε φίλε, αυτό που σιγοσφύριζε ο μπαμπάς μου όταν ξυριζόταν, εκείνη την ώρα λίγο πριν από την βόλτα, αυτό που μετά από λίγο του ξέφευγε και από ψίθυρος γινόταν κανονικό τραγούδι, δυνατό και μας καλούσε να το πούμε μαζί του.

Και όταν είσαι παιδί και οι γονείς σου είναι χαρούμενοι και τραγουδούν δυνατά είναι μάλλον όσο πιο κοντά θα φτάσεις ποτέ στο να πετάς, κανονικά, στα σύννεφα, από ευτυχία.

Τώρα που το σκέφτομαι ίσως ήταν περίπου στην ηλικία που είμαι εγώ τώρα.

Στην ηλικία που είμαι τώρα έχω κάνει πια τον κύκλο δράματος της ελληνικής οικογένειας. Τους απέρριψα, έφυγα, τους ξαναγνώρισα, τους συμπάθησα από την αρχή. Τώρα ξέρω χωρίς καμία αμφιβολία πόσο με αγαπούν. Αλλά δεν ήξερα πόσο μου λείπουν. Πόσο μου έχει στοιχίσει ότι δεν μπορώ να φτιάξω κι άλλες τέτοιες αναμνήσεις, αναμνήσεις που μόνο μια κοινή καθημερινότητα σου επιτρέπει.

Ο μπαμπάς μου είναι πιο μεγάλος κάθε φορά που με υποδέχεται στο αεροδρόμιο και εγώ χάνω τα τραγούδια του.

Θα έπρεπε να υπάρχει ένα όριο ηλικίας για τους μετανάστες, να φεύγουμε νωρίς, όσο δένουν ακόμα τα κόκαλά μας και να γυρίζουμε νωρίς. Τόσο νωρίς ώστε να μην καταλήγουμε να κάνουμε ότι ψάχνουμε κάτι στην τσάντα μας την ώρα μιας εκδήλωσης, μόνο και μόνο για να σκουπίζουμε βιαστικά από το πρόσωπό μας τις αμφιβολίες για το αν βρισκόμαστε σε λάθος μέρος του πλανήτη.

Η αφίσσα για τη συναυλία μιλούσε για μια βραδιά με ποίηση και μελωδίες από την Σαπφώ ως τον Ελύτη. False advertising φίλε. Θα σου πω εγώ τι ήταν. Ένας λόγος να ανοίξω το skype ήταν. Να τους πω πόσο μου λείπουν. Πόσο τυχερή είμαι που είναι οι γονείς μου. Και να θυμηθώ να τραγουδάω με τα δικά μου παιδιά πιο συχνά.

IMG_7169

1 Comment

Filed under Homesickness and other maladies

Γκρικ-αμέρικαν

Κατεβαίνουμε στην στάση Ταύρος και προσπαθούμε να βγούμε στην Πειραιώς για να προλάβουμε μια παράσταση για τους Θεούς του Ολύμπου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ο Μικρός Άνθρωπος τρέχει μπροστά, είναι αυτή η καινούργια εμμονή του με την ελληνική μυθολογία που μας έφερε ως εδώ, περπατάμε και ρωτάμε σε περίπτερα και κάποια στιγμή κοντοστέκεται μπροστά σε ένα εικονοστάσι. Για σένα που είσαι καινούργιος στην Ελλάδα, είναι αυτά τα μικρά κολωνάκια που στην κορυφή τους έχουν μια μικρογραφία εκκλησίας με καντήλι και εικόνες μέσα. Προσπαθεί ν’ ανοίξει το γυάλινο πορτάκι. Έχει λουκέτο.

“Κοίτα μαμά, μια βιβλιοθήκη. Αλλά είναι κλειδωμένη.”

Το παιδί του Ann Arbor που έχει συνηθίσει να βρίσκει μικρές ξύλινες βιβλιοθήκες μπροστά στους κήπους των γειτόνων μας και να ανοίγει για να πάρει ένα βιβλίο για τη βόλτα, μπερδεύεται.

“Πάμε, θα αργήσουμε.”

Νομίζω ότι τίποτα δεν μπορεί να περιγράψει τη διαφορά της καθημερινότητάς μας από το Ann Arbor στην Αθήνα, όσο αυτή η σκηνή. Που αν την είχα βάλει σε μια ταινία, το κοινό θα μου πετούσε τα ποπ κορν στο κεφάλι για το κλισέ των συμβολισμών.

Την σκέφτομαι όμως συνέχεια και την σκέφτομαι και μέσα στην παράσταση, με την φωνή της Κάρμεν Ρουγγέρη να μιλάει για την Αθηνά, την προστάτιδα της πόλης μας, θεά της Σοφίας, της Γνώσης και των Τεχνών.

Σκέφτομαι και όλες αυτές τις φορές που έπρεπε να προειδοποιήσω τα παιδιά μου να μην τρέχουν χαρούμενα στην Αρεοπαγίτου γιατί έχει μηχανάκια και αυτοκίνητα πάνω στον πεζόδρομο. Για τις φορές που έπρεπε να εξηγήσω ότι υποτίθεται ότι είναι αστείες αυτές οι αγριοφωνάρες των μεσήλικων που δεν έμαθαν ποτέ να μιλάνε στα παιδιά και τα τρομάζουν. Για τις προσβολές που έχω καταπιεί ώστε να μην καβγαδίσω μπροστά τους τα πρωινά που κατέβηκα με το καρότσι στο δρόμο γιατί δεν υπήρχε χώρος στο πεζοδρόμιο. Γιατί φέτος δεν θα κάνουμε την επίσκεψη στο παλιό γραφείο της μαμάς στη Μιχαλακοπούλου, εκεί που ήταν όλες οι φίλες και τα τεύχη με τις γυαλιστερές σελίδες, εκεί που πάντα υπήρχαν γλυκά και δώρα και ένα στούντιο φωτογράφισης όπου ανακάλυπταν μπαλόνια και μπουρμπουλήθρες.

Αλλά, σκέφτομαι και ότι τώρα που μιλάμε κάνουν το δεύτερο μπάνιο τους στη θάλασσα. Και θα τρέξουν μέσα σε πεζόδρομους με λουλούδια κι ανθισμένα δέντρα που δεν έχουν δει χιόνι εδώ και χρόνια. Και μετά θα γυρίσουν για φαγητό στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς που έχει πάντα γλυκά και δώρα και ένα συρτάρι με μπαλόνια και μπουρμπουλήθρες.

Το βράδυ διαβάζουμε για τον Κέκροπα, μισός φίδι, μισός άνθρωπος, ιδρυτής της πόλης μας. Όλοι οι Αθηναίοι κατάγονται από αυτόν, λέει στο τέλος της σελίδας. Περιμένω ν’ αναρωτηθεί αν είναι κι ο ίδιος απόγονος του φιδάνθρωπου, αλλά δεν με ρωτάει τίποτα. Κρίμα, απογοητεύομαι, δεν αισθάνεται Αθηναίος.

Δεν ξέρω τι αισθάνεται. Πώς ορίζει την ταυτότητά του. Με ποιους ταυτίζεται.

Όταν φύγαμε από το Ann Arbor, με μερικές βαλίτσες και πολλές αναμνήσεις, αγκάλιασε τους συμμαθητές του δακρυσμένος. Στα 5 του ξέρει ήδη τον πόνο του αποχωρισμού και της νοσταλγίας. Τις πρώτες μέρες στην Ελλάδα με ρωτούσε πότε θα πάμε στο αεροδρόμιο να γυρίσουμε πίσω. Δεν θα ξαναγυρίσουμε στο Μίσιγκαν, του εξηγώ. Το διδακτορικό τελείωσε, όταν ξαναπάρουμε το αεροπλάνο θα είναι για μια καινούργια πόλη της Αμερικής. Μπερδεύεται, θυμώνει. Ο μικρός αδερφός του είναι κολλημένος πάνω μας. Δεν έχει ακόμα λέξεις να μας ζητήσει το ίδιο, αλλά όταν βλέπει φωτογραφίες από το Ann Arbor κλαίει και φωνάζει “this, this!”. Τους βγάζω βιαστικά έξω να κάνουν ποδήλατο. Ναι, αλλά δεν είναι ωραία εδώ που έχουμε ήλιο;

“Θέλω να γυρίσω σπίτι.”

Τα παιδιά των μεταναστών έχουν πολλά σπίτια. Τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά, που τελικά δεν ανήκουν σε κανένα. Ακολουθούν τους γονείς τους σε ένα κύμα αναζήτησης. Δουλειές, σπουδές, έρευνες, διακοπές, τα αεροπλάνα μας αφήνουν σε κανούργιες πόλεις κάθε φορά.

Σαν τη Λητώ, του λέω. Που γύριζε από πόλη σε πόλη και από νησί σε νησί προσπαθώντας να βρει ένα μέρος να γεννήσει.

“Μας κυνηγάει κι εμάς η Ήρα;”

Μπορείς να το πεις κι έτσι.

 

library

 

 

 

 

3 Comments

Filed under Athens story, Homesickness and other maladies, On leaving.

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: το γραφείο μας

“Έκλεισε ο ΔΟΛ” διαβάζω στο ποστ με την άσχημη γραμματοσειρά, και είναι αυτή η λεπτομέρεια, αυτό το ακατάλληλο font που με πειράζει, θα έχουν απολυθεί όλοι οι γραφίστες ήδη, σκέφτομαι, αποκλείεται να υπάρχει art director που να ενέκρινε αυτή την γραμματοσειρά.

Έτσι ξεκίνησε και σε εμάς, έφυγαν μερικοί γραφίστες, συντάκτες, μεταφραστές. Μετά και άλλοι γραφίστες, συντάκτες, μεταφραστές. Μειώσαμε τους φωτογράφους, τις παραγωγές, τις τιμές των κειμένων και των editorials. Μειώσαμε τον κόσμο, την ύλη, την ποιότητα. Μειώσαμε τις ανάγκες μας, την αντίδρασή μας, την απαίτηση να πληρωνόμαστε. Και τώρα απλώς “έκλεισε ο ΔΟΛ” λέει η γραμματοσειρά και όλοι κλαίνε για τις “ιστορικές εφημερίδες” και ξεχνάνε αυτά τα ρημαδοπεριοδικά –γκουχ, γκουχ, αυτά που έφερναν και τη διαφήμιση για να μπορούν να βγαίνουν οι “ιστορικές εφημερίδες.”

Διαβάζω τα αποχαιρετιστήρια ποστς των συναδέλφων και φίλων και προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα είναι η ζωή όταν δεν θα περιμένω το επόμενο εξώφυλλο, το επόμενο τεύχος. Από το 2002 που έκανα τα σαρδάμ μου στο πρώτο meeting του Cosmo έως σήμερα, 15 χρόνια ενήλικης ζωής, μετράω τους μήνες με αναθέσεις, επιμέλειες, τίτλους εξωφύλλου. Δεκαπέντε χρόνια φίλη, έγραψα, επιμελήθηκα και μετέφρασα λέξεις σε όλες τις γυαλιστερές σελίδες του ΔΟΛ (Cosmo, Marie Claire, BHMAdonna, Mommy, Γάμος) και ξαφνικά σταματάει το μέτρημα. Στα 15 το τερματίσαμε. Αλλά, μάλλον αυτό σημαίνει ότι πήραμε το κανονάκι και περνάμε στην επόμενη πίστα.

Γιατί εμείς θα συνεχίσουμε να γράφουμε και να ξενυχτάμε μαζί πάνω από τελικά στησίματα που δεν είναι καθόλου τελικά και θα αλλάξουν ακόμα κανά δυο φορές πριν στείλουμε τις σελίδες να τυπωθούν, απλώς δεν θα είναι εκεί. Σ’ εκείνες τις καρέκλες με τα ροδάκια που φέρναμε κοντά κοντά για να φάμε το μεσημεριανό μας και σ’ αυτά τα γραφεία που στολίζαμε με πουά κορδέλες και πούπουλα και κάρτες και φωτογραφίες, σ’ αυτόν τον οργανισμό που έκανε τον μπαμπά μου περήφανο καθώς κατέβαζε τα γυαλιά του και χανόταν στις σελίδες των Νέων και του Βήματοςτης Κυριακής.

Θα γραφτούν πολλά, μελό και επαναστατικά, ρομαντικά και ρεαλιστικά, θα δεις. Οικονομικές αναλύσεις και πολιτικές αναλύσεις, κάποιες από ειδικούς, κάποιες όχι. Κι εμείς θα συναντηθούμε σε ένα μαγαζί του κέντρου και θα πιούμε και θα πέσουμε στη δική μας ιστορική αναδρομή, στα γραφεία στη Βουλής που ήταν μια ευθεία μόνο μέχρι το Guru, και στα θέματα που μας έκαναν να γελάσουμε μέχρι δακρύων, στις διευθύντριες που μας έκαναν να κλάψουμε μέχρι να μας πιάσουν γέλια, στις αναποδιές και τα ξενύχτια και όλα αυτά που μάθαμε για την δουλειά, για τα media, για τον εαυτό μας. Κυρίως όμως για τους ανθρώπους. Αυτούς που καλημερίζαμε κάθε πρωί και αγκαλιάζαμε κάθε απόγευμα, αυτούς που μας είδαν να μπαίνουμε στο γραφείο με το make up της προηγούμενης μέρας, αυτούς που μας πήραν τούρτες στα γενέθλιά μας και starbucks τα βράδια του κλεισίματος, αυτούς που μας είδαν να ερωτευόμαστε, να χωρίζουμε, να μαλώνουμε με τις μαμάδες μας στο τηλέφωνο, να κόβουμε το κάπνισμα, να κάνουμε δίαιτες, να παρακαλάμε τους θεούς να βγάλουμε μια άκρη με το ΤΕΒΕ και το ΕΤΑΠ ΜΜΕ και όλη τη γραφειοκρατία που παρά την περιπλοκότητά της δεν κάλυπτε ούτε ένα σφράγισμα. Αυτούς που μας είδαν στα καλύτερα και στα χειρότερά μας και είναι ακόμα στη ζωή μας.

Κι εσύ Φίλη μου, εσύ, που ήρθες στο ατελιέ του Marie Claire όταν ήμουν στη σύνταξη, τόοοοοσα χρόνια πριν, εσύ που μου έφτιαχνες τα μαλλιά και μου έλεγες ότι πρέπει να τα μακρύνω για να σταθούν τα ’40s victory rolls, εσύ που μου έστελνες πακέτα και τεύχη ακόμα και όταν είχα πια μετακομίσει στην Αμερική, εσύ λοιπόν, το αποφάσισες, θα μαζέψεις τα κόκκινα κραγιόν και τα CD σου και θα έρθεις εδώ. Εδώ. Μετράω μέρες για την πτήση σου.

Μετά από 6 χρόνια σε διαφορετικές ηπείρους και time zones, θα μπορούμε επιτέλους να πίνουμε τον πρωινό καφέ μας σε πραγματικό χρόνο, χωρίς οθόνη ανάμεσά μας. Όπως εκείνα τα χαοτικά πρωινά με τις απεργίες στην Αθήνα που με έπαιρνες με το κόκκινο αυτοκίνητο για να κατέβουμε μαζί στη Μιχαλακοπούλου και σε όλη τη διαδρομή τραγουδούμε δυνατά και παράφωνα En Vogue.

3 Comments

Filed under American woman?, Athens story, Friends connection, Glossy pages

give me your tired, your poor

4η Ιουλίου κάπου στο midwest με το Αμερικάνικο σόι, είναι η πρώτη μου εμπειρία εκ των έσω, η στροβιλο-οικογένεια συμμετέχει στην παρέλαση με το δικό της άρμα, ο Ορφέας ενθουσιάζεται με τον χαμό, η θεία Νανέτ και ο θείος Τσιπ κάνουν την αναπαράσταση του American Gothic και η 90χρονη γιαγιά Γκρέις, που είναι ολίγον τι εκκεντρική, ντύνεται άγαλμα της ελευθερίας. Ναι, με δάδα και απ’ όλα. Είναι όλα αστεία και ωραία και συγκινητικά και πατριωτικά, πετάμε και καραμέλες στα παιδάκια που έχουν μαζευτεί δεξιά κι αριστερά, ο Ορφέας φυσάει σαπουνόφουσκες, ψέλνουνε εθνικούς ύμνους και “αμέρικα αμέρικα” που σου κάνει μια ανατριχίλα, και τραβάω φωτογραφίες σαν τουρίστας, μέχρι που η γιαγιά Γκρέις σηκώνεται με τον χιτώνα και τη δάδα της να απαγγείλει το ποίημα που είναι γραμμένο στη βάση του αγάλματος, τους στίχους που καλωσόριζαν τους μετανάστες:

Give me your tired, your poor,
Your huddled masses yearning to breathe free,
The wretched refuse of your teeming shore.
Send these, the homeless, tempest-tossed to me,
I lift my lamp beside the golden door.

Και τους σκέφτομαι αυτούς τους στίχους μέρες τώρα, όπως και το υπόλοιπο ποίημα, αυτές τις μέρες που δεν ξέρεις τι γράψεις και τι να πεις, επειδή έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα πάντα, και το μόνο που εύχομαι είναι να έχει μείνει αυτή η ανάμνηση στο μυαλό του μικρού Ορφέα, εκεί, ανάμεσα στα μπάρμπεκιου και τα πυροτεχνήματα, η εκκεντρική 90χρονη προ-γιαγιά του, να δέχεται στην αγκαλιά της αυτούς που την έχουν ανάγκη.

statue-of-liberty

1 Comment

Filed under American woman?, Traveling around the world

αυτό είναι ένα γρήγορο email

είχαμε υποσχεθεί ότι δεν θα χαθούμε έτσι, ότι δεν θα τεμπελιάσουμε, ότι αυτή τη φορά θα κάνουμε κάτι με συνέπεια. Αλλά τα γράμματα και τα πακέτα αραίωσαν, το skype έκλεισε και τα περισσότερα emails μας ξεκινάνε με την απολογητική εισαγωγή “αυτό είναι ένα γρήγορο email” και τελειώνουν με την υπόσχεση του πιο αναλυτικού με τα νέα που δεν έρχονται ποτέ.

Αυτό είναι ένα πολύ γρήγορο email, σε έχω πάντα με αστεράκι δίπλα, σ’ αυτά που επείγουν και θέλω να απαντήσω, αλλά δεν προλαβαίνω, κι έτσι γράφω ένα βιαστικό σημείωμα να ξέρεις ότι σε σκέφτομαι και μου λείπεις, αλλά πρέπει να τελειώσω κι αυτήν την επιμέλεια μέσα στις επόμενες δύο ώρες. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η επισημη δικαιολογία. Η ουσία όμως είναι ότι έχεις χάσει τόσα μικρά κομμάτια της καθημερινότητάς μου που τώρα χρειάζονται πολλές εξηγήσεις πριν σου περιγράψω το αστείο περιστατικό που θέλω. Δεν ξέρεις κανέναν από τους κανούργιους φίλους μου, δεν έχεις δει κανένα από τα καινούργια στέκια μου, οι φωτογραφίες αδικούν το πάρκο που πηγαίνω κάθε απόγευμα με τον Μικρό Άνθρωπο. Στη ζωή που χτίζω εδώ και πέντε χρόνια δεν είσαι πια παρούσα.

Ναι, πέντε χρόνια μετανάστευσης κλείσαμε φέτος το καλοκαίρι, αυτό το καλοκαίρι που δεν ήρθαμε στην Ελλάδα για διακοπές, αυτό το καλοκαίρι που είμαι πάλι έγκυος και λιγουρεύομαι ΙΟΝ σοκολάτες και κουλούρια Θεσσαλονίκης.

(αυτό είναι ένα γρήγορο post, θα σου γράψω πιο αναλυτικά άλλη μέρα, θα περάσει ακόμα ένας χρόνος πριν σε δω, ελπίζω να σε βρω στην Αθήνα το 2016, γιατί οι περισσότεροι φίλοι μας έφυγαν πια.)

IMG_1826

7 Comments

Filed under Uncategorized

Γράμμα από την Αμερική

Έχω καιρό να σου γράψω, εβδομάδες που γίνανε μήνες, θέλω να σου πω γι’ αυτό το χιόνι που δεν λέει να φύγει από την αυλή μας και για τον Μικρό Άνθρωπο που μεγαλώνει και μιλάει και έσπασε ήδη ένα δόντι σε κάποια περιπέτεια, θέλω να σου πω για τους φίλους που έφυγαν και τους φίλους που έμειναν, για ιδέες, κανούργια κείμενα, ένα blog που διαβάζω κάθε πρωί με τον καφέ και αυτήν την ιστορία του Murakami που διάβαζα εχθές το βράδυ αργά, αλλα δεν μπορώ να σε πετύχω εύκολα, δουλειές, παιδιά και μερικά time zones κάνουν τα πάντα λίγο πιο περίπλοκα, αν μου έχει λείψει κάτι από την περιπλάνησή μας στην από εκεί πλευρά του πλανήτη τον προηγούμενο χρόνο είναι ο αυθορμητισμός των τηλεφωνημάτων μας. Και οι εβδομάδες που γίνονταν μήνες και που μας έφερναν λίγο πιο κοντά στις μέρες που θα περνούσαμε μαζί. Τώρα ξέρουμε πως θα αλλάξει ακόμα ένας χρόνος πριν ξαναβρεθούμε και μου φαίνεται βαρύ, το νήπιο στο σπίτι μου θυμίζει πώς τρέχει ο χρόνος, πόσες αλλαγές και στάδια χάνεις, ακόμα και αν ήθελα να υποκριθώ ότι δεν έχουν σημασία αυτοί οι μήνες, εκείνος που ψηλώνει και μιλάει όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα είναι σαν παλιομοδίτικο ρολόι που χτυπάει με θόρυβο τα δευτερόλεπτα.

Το βιβλίο στο κομοδίνο μου λέει “home is where you’ll be missed when you’re gone” αλλά, αγαπημένε Aleksandar Hemon, δεν ψάχνω πια να βρω το σπίτι μου, το ξέρω τώρα, είναι εδώ, εδώ με τα χιόνια που δεν λιώνουν για μήνες και τα λεωφορεία που μυρίζουν καφέ και σαμπουάν το πρωί, εδώ με τους Δυτικούς που βγαίνουν έξω στο κρύο με βρεγμένα μαλλιά και αφήνουν τα παράθυρά τους ανοιχτά χωρίς κανένα σεβασμό στο Ρεύμα που σκοτώνει ανθρώπους στα βαλκάνια, εδώ που οι εταιρίες έχουν customer service και μια απονεύρωση κοστίζει όσο ένα ταξίδι στην Αθήνα, εδώ που τα παιδιά φιλάνε μια οθόνη για να πουν καληνύχτα στους παππούδς τους και αγκαλιάζουν μόνο την δασκάλα στον παιδικό. Εδώ που οι άγνωστοι σου χαμογελάνε αν πέσει το βλέμμα σου πάνω τους, στη χώρα με τις τεράστιες βιβλιοθήκες και τις ακόμα μεγαλύτερες αδικίες, εδώ που ήρθα και πάλι με one way ticket, από εδώ θα σου γράφω για πάντα, το ξέρω τώρα, αυτό είναι το σπίτι μου. Και μάλλον γι’ αυτό μου λείπεις περισσότερο αυτές τις μέρες, ήταν πιο εύκολο όσο ζούσα στο μεταίχμιο, όσο πίστευα ότι ανήκω εκεί όσο κι εδώ, όσο είχα διεύθυνση και αγαπημένο στέκι στην Αθήνα, νόμιζα ότι είμαστε λίγο πιο κοντά. Μόνο που κόπηκε ο ομφάλιος λώρος και τώρα παίρνω τις πρώτες ανάσες μόνη μου. Και από το σοκ δεν μπορώ παρά να κλάψω δυνατά.

IMG_1068

6 Comments

Filed under Uncategorized

Ann Arbor love

είναι αυτή η μαγική εποχή που τα φύλλα στα δέντρα γίνονται πορτοκαλί και φούξια, που όλη η πόλη μυρίζει ζεστό μηλίτη και κανέλα, που τα παιδιά φοράνε αστεία καπέλα από την ανυπομονησία τους για το Halloween, που σφίγγεις το παλτό και τυλίγεις το κασκόλ και τρως ακόμα ένα ντόνατ που σε κερνάνε στη σαββατιάτικη αγορά. “Happy fall”σου λένε χαμογελαστοί αυτοί οι ήρωες του Midwest που μένουν εδώ χειμώνας μπαίνει χειμώνας βγαίνει και κάποτε απορούσες γιατί δεν έχουν μετακομίσει όλοι μαζί στη Φλόριντα, αλλά τώρα ξέρεις, υπάρχει κάτι τρομερά γλυκό και οικείο στην αλλαγή της εποχής, σχεδόν ανυπομονείς για τα πρώτα χιόνια (καλά, σχεδόν είπαμε) και ξέρεις ότι δεν θα ήθελες να είσαι σε κανένα άλλο σημείο του πλανήτη, παρά μόνο εδώ, στο Ann Arbor, με τα βουνά από τα πεσμένα κόκκινα φύλλα στα οποία βουτάει ο Μικρός Άνθρωπος ενθουσιασμένος λίγο πριν προσπαθήσει να κλωτσήσει την κολοκύθα στο front porch. Όχι, αγάπη μου, δεν είναι  μπάλα, διακοσμητικό είναι, κάτσε για λίγο ακίνητος και θα δεις τα σκιουράκια που θα έρθουν να την μασουλήσουν, ακίνητος είπαμε, καλά, μην τρέχεις στο δρόμο, έρχομαι κι εγώ να πάμε στο παρκο.

ήρθαμε που λες και έτσι κάπως τελείωσε η επική περιπλάνηση των προηγούμενων 18 μηνών στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, κατέβασα τις βαλίτσες στο γκαράζ και ορκίστηκα ότι δεν θα τις ξαναδώ σύντομα, εύκολη η προσαρμογή στο Ann Arbor, σαν να μη φύγαμε ποτέ, φίλοι και καφέδες και βόλτες, ο ωραίος παιδικός σταθμός, τα πρωινά στο πάρκο και τα brunch με τους φίλους, το μιούσικαλ στο Ντιτρόιτ από όπου έφυγα με πρησμένα μάτια από το κλάμα, οι δοκιμές των καινούργιων εστιατορίων, η μέρα που ξαπλώνεις στο γρασίδι του campus και αναρωτιέσαι τώρα πια γιατί να φύγει κανείς από εδώ, τι σκεφτόσουν τέλος πάντων!

Καλό φθινόπωρο λοιπόν, εδώ δεν ακούγεται και τόσο κακό σαν ευχή.

photo-2

2 Comments

Filed under Uncategorized